πυρινόθριξ
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. τρῐχος, with fiery hair, PMag.Par.1.636.
Spanish
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει κοκκινωπά μαλλιά, ο κοκκινομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρινος (Ι) + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. μελανόθριξ, πυρρόθριξ].
Léxico de magia
ὁ ἡ de ígneo cabello de un dios ὄψῃ θεὸν νεώτερον, εὐειδῆ, πυρινότριχα, ἐν χιτῶνι λευκῷ καὶ χλαμύδι κοκκίνῃ verás a un dios más joven, de hermoso aspecto, de ígneo cabello, en un manto blanco y clámide escarlata P IV 636