κυνώδης

English (LSJ)

κυνῶδες,
A dog-like, θηρίον Arist.GA746a35, cf. Heraclit.Incred.2; αἰδοῖον Arist.HA502b24 (Comp.); ὄρεξις ravenous, Gal.7.131, cf. Alex.Trall.7.1. Adv. κυνωδῶς Antyll. ap. Orib.6.23.5.
II metaph., despicable, Phld.Rh.2.175 S., Piet.95 (Sup.); currish, ill-tempered, Id.Lib.p.44 O.

German (Pape)

ες, = κυνοειδής, Arist. gen.an. 2.7 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

κῠνώδης: Arst. = κυνοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνώδης: -ες, = κυνοειδής, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 9, κτλ.

Greek Monolingual

κυνώδης, -ῶδες (Α) κύων
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, που έχει όψη ή ιδιότητες σκύλου («πιθηκόμορφοι καὶ κυνώδεις δαίμονες», Γρηγ. Ναζ.)
2. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, αρμόζει ή προσιδιάζει σε σκύλο, σκυλήσιοςκυνώδης ὄρεξις», Γαλ.)
3. ευτελής, ποταπός
4. δύστροπος, διεστραμμένος.
επίρρ...
κυνωδῶς (Α)
με τρόπο που αρμόζει σε σκύλο.