κυριολεκτώ

Greek Monolingual

(AM κυριολεκτῶ, -έω) κυριόλεκτος
μιλώ με κυριολεξία, ακριβολογώ, μεταχειρίζομαι τις λέξεις με την ακριβή τους σημασία
αρχ.
αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο κύριος.