κυρταύχην
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ενος, with bulging neck, Quint.1.5.70.
German (Pape)
[Seite 1537] ενος, mit gekrümmtem Racken, führt Quintil. 1, 3, 70 an.
Russian (Dvoretsky)
κυρταύχην: ενος adj. (лат. incurvicervicus) с искривленной спиной Quint.
Greek (Liddell-Scott)
κυρταύχην: ὁ ἡ, ὁ ἔχων κυρτὸν αὐχένα, τὸ τοῦ Πακουβίου, incurvicervicus, Κυντιλ. 1. 5, 67.
Greek Monolingual
ο, η (Α κυρταύχην, -ενος, ό, ή)
αυτός που έχει κυρτό αυχένα, στραβολαίμης
νεοελλ.
φρ. «κυρταύχην ἵππος» — το άλογο που, όταν βαδίζει, φέρει την κεφαλή και τον τράχηλο προς το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + αὐχήν (πρβλ. καμπυλαύχην, κρατεραύχην)].