κυτταρικός

Greek Monolingual

-ή, -ό κύτταρο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κύτταρο («κυτταρική δομή»)
2. φρ. α) «κυτταρική βιολογία» ή, απλώς, «κυτταρολογία» — βιολογική επιστήμη που μελετά τα κύτταρα τών οργανισμών και ειδικότερα τη μορφή, τη δομή, τις φυσικές, χημικές και φυσιολογικές ιδιότητές τους, καθώς και την εξέλιξή τους
β) «κυτταρική μεμβράνη» — η μεμβράνη μέσα στην οποία περιέχονται τα συστατικά του κυττάρου και η οποία οριοθετεί το κύτταρο από το εξωτερικό περιβάλλον του
γ) «κυτταρικό τοίχωμα» — σκελετικό περίβλημα, παχύτερο από την κυτταρική μεμβράνη, μέσα στο οποίο είναι εγκλεισμένα τα φυτικά κύτταρα
δ) «κυτταρικός χυμός» — το περιεχόμενο τών χυμοτοπίων τών φυτικών κυττάρων.