κόμιστρον

English (LSJ)

τό (usu. in plural, sg. in SIG (v. infr.), Poll.7.133),
A reward for saving, ψυχῆς κ. A.Ag.965.
2 reward for returning lost property, SIG1184.4 (Cnidus).
3 payment for maintenance (?), Leg.Gort.3.37.
II reward for bringing, E.HF1387.

German (Pape)

[Seite 1478] τό, Lohn, Dank für Errettung; ψυχῆς Aesch. Ag. 939; κυνὸς κόμιστρ' ἐς Ἄργος συγκατάστησον μολών Eur. Herc. Fur. 1387; – Trägerlohn, Poll. 9, 159.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόμιστρον -ου, τό [κομίζω] loon voor het terugbrengen:. ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε als compensatie voor het terugbrengen van deze man Aeschl. Ag. 965.

Russian (Dvoretsky)

κόμιστρον: τό (только pl.)
1 награда за доставку (κυνός = Κερβέρου Eur.);
2 награда за спасение (ψυχῆς Aesch.).

Greek Monotonic

κόμιστρον: τό (κομίζω), στον πληθ. όπως το σῶστρα,
I. πληρωμή ή αμοιβή για διάσωση ζωής, σε Αισχύλ.
II. αμοιβή μεταφοράς, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κόμιστρον: τό, (κομίζω) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ σῶστρα, διὰ διάσωσιν ζωῆς, ψυχῆς κόμιστρα Αἰσχύλ. Ἀγ. 965. ΙΙ. πληρωμὴ ἢ ἀμοιβὴ μεταφορᾶς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1387.

Middle Liddell

κόμιστρον, ου, τό, κομίζω
I. in plural, like σῶστρα, reward for saving, Aesch.
II. reward for bringing, Eur.