Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λάξοος
Greek Monolingual
λάξοος, ὁ (Α) αυτός που έχει λαξευθεί σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ.<λά-ξοος<λᾶας (με συναίρεση τών δύο α σε ένα) + -ξοος (<ξόος<ξέω), πρβλ. αμφί-ξοος, μονό-ξοος. Η προπαροξυτονία είναι δηλωτική παθητικής σημ.]