λάσκος

Greek Monolingual

-α, -ο
1. χαλαρός
2. φρ. «τον αφήνω λάσκο» ή «του αφήνω λάσκο» — του λασκάρω τα λουριά, χαλαρώνω την επίβλεψη.
επίρρ...
λάσκα
χαλαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < προστ. λάσκα (πρβλ. λάσκα τα πανιά) < ιταλ. lasca προστ. του lascare].