λάχη

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = λῆξις, ἀποκλήρωσις, Hsch.; τάφων πατρῴων λάχαι (λαχαί codd.) a share in their fathers' tombs, A.Th.914 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

λάχη: ἡ, = λῆξις, ἀποκλήρωσις, Ἡσύχ. τάφων πατρῴων λάχαι (τὰ Ἀντίγραφ. λαχαὶ), μερίδιον ἐν τοῖς πατρικοῖς τάφοις, Αἰσχύλ. Θήβ. 914 (λυρ.).

Greek Monolingual

λάχη, ἡ (Α)
κλήρος, μερίδιο («τάφων πατρῴων λάχαι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ- (πρβλ. ἔλαχ-ον, αόρ του λαγχάνω) + κατάλ. -η].

Greek Monotonic

λάχη: [ᾰ], ἡ, = λῆξις, λαχνός, κλήρος, τάφων πατρῴων λάχαι, μερίδιο στους πατρικούς τάφους, σε Αισχύλ.