λαβροπόδης

English (LSJ)

λαβροπόδου, ὁ, rapid of foot, rushing, χείμαρρε AP9.277 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 2] χείμαῤῥος, ein ungestüm einhergehender, reißender Regenstrom, Antiphil. 31 (IX, 277).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aux pieds impétueux.
Étymologie: λάβρος, πούς.

Russian (Dvoretsky)

λαβροπόδης: ου adj. m быстро несущийся, стремительный (χείμαρρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λαβροπόδης: -ου, ὁ, ὁρμητικὸν πόδα ἔχων, ὁρμητικός, χείμαρρος Ἀνθ. Π. 9. 277.

Greek Monolingual

λαβροπόδης, ὁ (Α)
αυτός που επέρχεται ορμητικά, ορμητικόςλαβροπόδης χείμαρρος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. γυμνοπόδης, ξυλοπόδης].

Greek Monotonic

λαβροπόδης: -ου, ὁ (ποῦς), γρήγορος στα πόδια, ορμητικός, βίαιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λαβρο-πόδης, ου, ὁ, πούς
rapid of foot, rushing, Anth.