λαχανωνυμία

English (LSJ)

ἡ, naming after λάχανα, Tz.H.4.558.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνωνυμία: ἡ, (ὄνομα) σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ, διότι ὀνομάζεσαι Λαχανᾶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 558.

Greek Monolingual

λαχανωνυμία, ἡ (Μ)
ονομασία που δίνεται σε κάποιον από λάχανο («σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + -ωνυμία (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πατρωνυμία, φερωνυμία].