φερωνυμία
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
Ep. φερωνυμίη, ἡ, name received from an event or action, Opp.H.1.243: accordance of a name with an event, Eust.776.49.
German (Pape)
[Seite 1266] ἡ, das Tragen des Namens nach einer Begebenheit, Handlung; der von einer Begebenheit, Handlung erhaltene Name, ἔργων Opp. Hal. 1, 243.
Greek (Liddell-Scott)
φερωνῠμία: ἡ, τὸ ὄνομα τὸ ληφθὲν ἔκ τινος γεγονότος ἢ ἔκ τινος ἐνεργείας, Λατ. agnomen, τοίων δὲ φερωνυμίην λάχεν ἔργων Ὀππ. Ἁλ. 1. 243· ἡ συμφωνία ὀνόματος μετὰ γεγονότος· «δι’ ὃ καὶ τὴν Ἀλκυόνην ὁ ποιητὴς ἐπώνυμον οὕτω καλεῖσθαί φησιν, ἤγουν κατὰ φερωνυμίαν, ἢ μάλιστα εἰπεῖν, κατὰ ἐμφέρειαν ὀνόματος» Εὐστ. 776, 49.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φερωνυμίη Α φερώνυμος
η ιδιότητα του φερώνυμου, το να έχει κανείς όνομα που έχει ληφθεί από πρόσωπο, πράγμα ή γεγονός
μσν.
συμφωνία ονόματος με γεγονός
αρχ.
(κατ' επέκτ.) το όνομα που έχει ληφθεί από την ενέργεια ενός προσώπου ή από ένα γεγονός.