λείανση

Greek Monolingual

η (Α λείανσις και λέανσις)
η ενέργεια του λειαίνω, γυάλισμα
νεοελλ.
1. (γεωμορφ.-ωκεαν.) διεργασία μηχανικής διάβρωσης ενός πετρώματος, λόγω τριβής του από νερό που μεταφέρει κλαστικά υλικά
2. (μηχανολ.) μηχανουργική διεργασία με λειαντικό μέσο, που αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας της επιφάνειας ενός κατεργασμένου αντικειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειαίνω. Η λ. με την νεοελληνική σημασία ως όρος της γεωμορφολ.-ωκεαν. είναι απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. abrasion < λατ. abradere «λειαίνω». Τέλος, ως όρος της μηχανολ. είναι επίσης απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. rectification < λατ. rectificare «φτειάχνω κάτι λείο».