λεχώνα
Greek Monolingual
η (Α λεχώ, -οῦς και λεκχώ)
η γυναίκα που μόλις γέννησε και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. λεχώνα σχηματίστηκε από την αιτ. λεχών του λεχώ, κατά τα πολλά τριτόκλιτα (πρβλ. ἡ εἰκών - τὴν εἰκόνα: η εικόνα). Ο τ. λεχώ < λέχος + επίθημα -ώ, το οποίο απαντά σε θηλ. ον. (πρβλ. μορμώ, μορφώ)
ο τ. λεκχώ απαντά σε επιγραφή στους Δελφούς και εμφανίζει εκφραστικό διπλασιασμό (-κχ-)].