λιμουργός: -όν, = λιμοποιός, Δίωνος Χρυσ. Λόγος 34, 43R.
λιμουργός, -όν (Α)λιμοποιός, αυτός που προκαλεί λιμό, που στέλνει πείνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, ξυλουργός].
[ῑ], ὁ, = λιμοποιός, Dio Chrys.