λινοπλόκος
English (LSJ)
ὁ, linen-weaver, Ostr.Strassb. 277.3 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 49] Netze flechtend, strickend, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοπλόκος: -ον, ὁ πλέκων, κατασκευάζων δίκτυα, Νόνν. Ἰω. 21. 3. ΙΙ. λινόπλοκος, παθ., πεπλεγμένος ἐκ λιναρίου, Βυζ.
Greek Monolingual
λινοπλόκος, -ον (Α)
αυτός που πλέκει δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος, στεφανηπλόκος.