λινόζωστος
English (LSJ)
ον, bound with flaxen cords, πλευραί, of ships, Tim. Pers. 16. v. λινόζωστις 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λινόζωστος, -ον)
(για πλοία) δεμένος με λινά σχοινιά
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ λινόζωστος
η λινόζωστίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζωστος (< ζώννυμι), πρβλ. άζωστος, εύζωστος].