εύζωστος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
εὔζωστος, -ον (ΑΜ)
μσν.
ζωσμένος, έτοιμος για τον αγώνα, δραστήριος
1. αυτός που ζώνεται εύκολα ή είναι κατάλληλος για ζώσιμο
2. (για γυναίκα) καλά ζωσμένη, κομψή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωστός (< ζώννυμι)].