ὁ, flax mixed with wheat, PLille 31.13 (iii B. C.) Rev. Suppl. deletes this entry.
λινόπυρος, ὁ (Α)λίνο ανάμικτο με σιτάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος].