λιπαρόγειος

English (LSJ)

λιπαρόγειον, with rich soil, Sch.D Il.18.541.

German (Pape)

[Seite 50] mit fetter Erde, fettem Boden, Schol. Il. 18, 541.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόγειος: -ον, ἔχων πλούσιον ἔδαφος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 541.

Greek Monolingual

λιπαρόγειος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει πλούσιο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + -γειος (< γῆ), πρβλ. λεπτόγειος.