λοιμογόνος

Greek Monolingual

-ο
1. (για μικρόβιο) αυτός που προκαλεί λοίμωξη
2. φρ. «λοιμογόνος δύναμη»
ιατρ. η ικανότητα ενός παθογόνου μικροβίου να εισδύει σε υγιείς ιστούς, να πολλαπλασιάζεται εκεί και με την τοξικότητά του να προκαλεί βλάβες στον ξενιστή οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι)].