λοξοκέλευθος
English (LSJ)
Greek Monolingual
λοξοκέλευθος, -ον (Α)
λοξός, πλάγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. αιψηροκέλευθος, ρηξικέλευθος)].
λοξοκέλευθος, -ον (Α)
λοξός, πλάγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. αιψηροκέλευθος, ρηξικέλευθος)].