μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
αἰψηροκέλευθος, -ον (Α)αυτός που κινείται βίαια, γρήγορα, ο ορμητικός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰψηρός + κέλευθος.