λυχνοδότης, ὁ (Α)1. αυτός που παρέχει τους λύχνους2. τίτλος ιερέα του αιγυπτιακού ναού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης, ζωοδότης.