λωβήμων

English (LSJ)

λωβήμον, gen. ονος, = λωβήεις (outrageous), in acc. sg., λωβήμονα κῆρα Nic. Al. 536 (v.l. λωβήτορα).

Greek Monolingual

λωβήμων, -ον (Α)
λωβήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδήμων, ελεήμων)].