λωβήεις
From LSJ
English (LSJ)
λωβήεσσα, λωβήεν, outrageous, A.R.3.801, Tryph.261.
Greek (Liddell-Scott)
λωβήεις: εσσα, εν, βλαβερός, ἐπονείδιστος, φθοροποιός, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 801, Τρυφ. 261. - λωβηρός, ά, όν, = βλαβερός, Βακχυλ. 1β 9.
Greek Monolingual
λωβήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. βλαβερός
2. υβριστικός, προσβλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τραπεζήεις, φθογγήεις)].
German (Pape)
εσσα, εν, schimpflich, schmählich, verderblich, βλαβερός erkl., Ap.Rh. 3.801, Tryph. 261.