λόξα

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του λοξού, η λοξότητα
2. τεμάχιο υφάσματος κομμένο λοξά
3. στενό τεμάχιο εδάφους που έχει πλευρές που τέμνονται λοξά
4. ιδιότροπη αντίληψη, ιδιοτροπία, παραξενιά («ο καθένας έχει τις λόξες του»)
5. φρ. «είναι λόξα» — είναι ιδιότροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός, κατά το σχήμα τρελός: τρέλα].