μαγνητίζω

Greek Monolingual

1. επιδρώ με μαγνήτη, έλκω κάτι χρησιμοποιώντας μαγνήτη ή μεταδίδω τις ιδιότητες του μαγνήτη σε έλασμα σιδήρου, μετατρέπω ένα σώμα σε μαγνήτη
2. μτφ. επιδρώ σε κάποιο άτομο με μυστηριώδη τρόπο τόσο ώστε να περιπέσει σε καταληπτική κατάσταση
3. μτφ. ασκώ γοητεία, γοητεύω, θέλγω, συναρπάζω, σαγηνεύω
4. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) μαγνητίζων, -ουσα, -ον
κατάλληλος για την παραγωγή ή τη μετάδοση μαγνητισμού
5. φρ. «μαγνητίζον πεδίο»
φυσ. η ένταση του μαγνητικού πεδίου στο οποίο τοποθετείται ένα κομμάτι σιδήρου ή χάλυβα για να μαγνητιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στο περιοδικό Ερμής ολόγιος].