μαγνητισμός
Greek Monolingual
ο
1. η ελκτική ιδιότητα του μαγνήτη
2. το σύνολο τών φαινομένων που προέρχονται από τις ιδιότητες του μαγνήτη («γήινος μαγνητισμός» — το σύνολο τών μαγνητικών φαινομένων που παρατηρούνται στη γήινη σφαίρα και συνδέονται με αυτήν)
3. το μέρος της φυσικής που πραγματεύεται τις ιδιότητες τών μαγνητών και τη συμπεριφορά τών κάθε προελεύσεως μαγνητικών πεδίων
4. φρ. «ζωικός μαγνητισμός»
μτφ. α) η άσκηση ισχυρής και μυστηριώδους επιβολής από έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλο
β) η θεωρία για τη σχέση μεταξύ τών φυσικών δυνάμεων και της επίδρασης που ασκούν πάνω στα όντα και ειδικότερα στο ανθρώπινο σώμα, αλλ. μεσμερισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνητίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Α. Γαζή].