μαλαματένιος

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -η (Μ μαλαματένιος και μαλαγματένιος, -α, -ον, θηλ. και -η)
1. κατασκευασμένος από χρυσό ή από άλλο πολύτιμο μέταλλο
2. (ως προσφώνηση) αγαπητός, ακριβός
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει εξαιρετική καλοσύνη, πολύ καλός («μαλαματένια καρδιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλαγματ-ένιος (βλ. μάλαμα) < μάλαγμα + κατάλ. -ένιος].