μανιάζω

Greek Monolingual

μανιάζω μανία
1. κατέχομαι από μανία, παραφέρομαι, οργίζομαι, παραλογιάζω
2. (για τα στοιχεία της φύσης) μαίνομαι, αγριεύω, είμαι ή γίνομαι ορμητικός («μάνιασε ο αέρας»).