η (Μ μαυράδα) μαύρος1. η ιδιότητα του μαύρου, μαυρίλα, σκοτεινιά («το πρόσωπό μου πήρε από τον ήλιο μια μαυράδα αποκρουστική»)νεοελλ.μαύρο σημάδι ή μαύρη κηλίδα, μελανιάμσν.σκοτεινός τόπος.