μαυρίλα

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

η μαύρος
1. η ιδιότητα του μαύρου, μαυράδα, μελανότητα («άσπροι καταρράχτες γενειάδων απάνω στη μαυρίλα τών ράσων», Παπαντ.)
2. μτφ. μεγάλο πένθος, μεγάλη συμφορά
3. συνεκδ. πολυάριθμη στρατιά εχθρού, όπως φαίνεται από μακριά όταν επέρχεται με θυελλώδη ορμή και άγριες διαθέσεις («μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλοιακούδα», δημ. τραγούδι)
4. φρ. «έφαγε μαυρίλα που πήγε γόνα» — απέτυχε οικτρά στις εκλογές, καταψηφίστηκε.