σκοτεινιά

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source

Greek Monolingual

και σκοτείνια, η, Ν σκοτεινός
1. σκοτάδι, σκότος (α. «στής νυκτός τη σκοτεινιά», Σολωμ.
β. «στη σκοτεινιά που ολόγυρά μου απλώνει», Γρυπ.)
2. μτφ. α) απουσία ζωής, ανυπαρξία («πιο καθάρια βλέπετε στη σκοτεινιά του τάφου», Παλαμ.)
β) έλλειψη χαράς και συναισθηματικής ευφορίας, δυστυχία («της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γυιού μου του φευγάτου», Λαπαθιώτης).