μαυριάζω (M)1. μαυρίζω2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαυριασμένος, -η, -ον- σκοτεινός («στὸν θλιβερὸν καὶ μαυριασμένον Ἅδη», Διγεν. Ακρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + κατάλ. -ιάζω (πρβλ. σκοτεινιάζω)].