μαχαιρίδιο
Greek Monolingual
το (ΑM μαχαιρίδιον) μάχαιρα
μικρό μαχαίρι, μαχαιράκι («μύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.)
νεοελλ.
1. ο σουγιάς
2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι
3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» — χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών ιστών με ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής συχνότητας.