νυστέρι
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. χειρουργικό μαχαιρίδιο
2. φρ. «βάζω νυστέρι» ή «κόβω με το νυστέρι»
μτφ. προβαίνω σε επώδυνη αλλά αναγκαία και τελικά σωτήρια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. νυσ-τήριον < θ. νυσ- του νύσσω «τρυπώ με αιχμηρό όργανο, κεντώ» + επίθημα -τήριον με ανομοιωτική τροπή του -η- σε -ε-].