μεγαλώδυνος
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
μεγαλώδυνος, -ον (Α)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. εριώδυνος) αυτός που προκαλεί μεγάλη οδύνη, πολύ οδυνηρός, πολυώδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + οδύνη. Το -ω- τοὺ τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].