πολυώδυνος
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
πολυώδυνον, (ὀδύνη)
A very painful, ἰός Theoc.25.238; λαμπὰς [ἔρωτος] APl.4.201.3 (Marian.); ἄλγος IG7.583.5 (Tanagra, V A.D.).
II Pass., suffering great pain or distress, APl.4.111 (Glauc.); Νίκη AP11.386 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 677] sehr schmerzhaft, großen Schmerz verursachend, λαμπὰς ἔρωτος, Marian. Schol. 1 (Plan. 201). – Häufiger pass., großen Schmerz leidend; Philoktet, Glauc. 5 (Plan. 111); Pallad. 38 (XI, 386).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui cause beaucoup de souffrances;
2 accablé de souffrances.
Étymologie: πολύς, ὀδύνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυώδυνος -ον [πολύς, ὀδύνη] bedroefd:. ἦν ἄρα καὶ Νίκη πολυώδυνος natuurlijk was Nikè treurig AP 11.386.5. veel smart veroorzakend:. προσδοκίη θανάτου πολυώδυνός ἐστιν ἀνίη de verwachting van de dood is een kwelling die veel smart veroorzaakt AP 10.59.1.
Russian (Dvoretsky)
πολυώδῠνος:
1 причиняющий много страданий, мучительный (ἰός Theocr.);
2 сильно страдающий, огорченный Anth.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / πολυώδυνος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που προκαλεί πολλές οδύνες, πολύ οδυνηρός
2. αυτός που υποφέρει από μεγάλο πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. περιώδυνος)].
Greek Monotonic
πολυώδῠνος: -ον (ὀδύνη),
I. πολύ οδυνηρός, σε Θεόκρ.
II. Παθ., αυτός που υπομένει μεγάλο πόνο, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) λίαν ὀδυνηρός, ἰὸς Θεόκρ. 25. 238· λαμπὰς ἔρωτος Ἀνθ. Πλαν. 201. ΙΙ. παθ., ὁ ὑποφέρων μέγαν πόνον, αὐτόθι 111, Π. 11. 386.
Middle Liddell
πολυ-ώδῠνος, ον, ὀδύνη
I. very painful, Theocr.
II. pass. suffering great pain, Anth.
Léxico de magia
-ον que está lleno de dolor de Selene εὐχαῖσιν ἐπάκουσον ἐμαῖς, πολυώδυνε Σελήνη escucha mis ruegos, Selene, tú que estás llena de dolor P IV 2545