μεθαύριο

Greek Monolingual

(ΑM μεθαύριον, Α και μεταύριον)
επίρρ. κατά την επόμενη από την αυριανή ημέρα, κατά τη μεθεπόμενη ημέραμεθαύριο θα διεξαχθεί ο αγώνας»)
νεοελλ.
1. (ειρωνικά) ουδέποτε, ποτέ («βάστα την όρεξή σου για μεθαύριο»)
2. ως ουσ. η μεθαύριον
η μεθεπόμενη ημέρα («η μεθαύριον είναι για μένα πολύ κρίσιμη ημέρα, γιατί δίνω εξετάσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση μεθ' αὔριον (αντί μετ' αὔριον), κατά το μεθ' ἡμέραν].