μελάγγειος

English (LSJ)

ον, = μελάγγαιος.

German (Pape)

[Seite 117] schwarzerdig, von schwarzem, gutem Boden, Theophr.

Greek Monolingual

μελάγγειος, -ον και μελάγγεως, -ων (ΑM, Α και μελανόγειος και ιων. τ. μελάγγαιος, -ον)
(για τόπους, περιοχές, χώρες) αυτός που έχει μαύρο και παχύ, εύφορο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -γειος / -γεως / -γαιος (για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γη), πρβλ. βαθύγειος, βαθύγεως, βαθύγαιος].

Russian (Dvoretsky)

μελάγγειος: Plut. = μελάγγαιος.