βαθύγαιος
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
Ionic for βαθύγειος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. βαθύγειος.
Greek Monolingual
βαθύγαιος, -ον (Α)
(για περιοχή) αυτός που έχει βαθύ, παχύ χώμα, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -γαιος < γαία, ποιητ. τ. του γη].
Russian (Dvoretsky)
βαθύγαιος: = βαθύγειος.
Middle Liddell
γαῖα
with deep soil, productive, Hdt.