βαθύγαιος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαθύγαιος Medium diacritics: βαθύγαιος Low diacritics: βαθύγαιος Capitals: ΒΑΘΥΓΑΙΟΣ
Transliteration A: bathýgaios Transliteration B: bathygaios Transliteration C: vathygaios Beta Code: baqu/gaios

English (LSJ)

Ionic for βαθύγειος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. βαθύγειος.

Greek Monolingual

βαθύγαιος, -ον (Α)
(για περιοχή) αυτός που έχει βαθύ, παχύ χώμα, ο εύφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + -γαιος < γαία, ποιητ. τ. του γη].

Russian (Dvoretsky)

βαθύγαιος: = βαθύγειος.

Middle Liddell

γαῖα
with deep soil, productive, Hdt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύγαιος -ον Ion. voor βαθύγεως.