μελανόεις

English (LSJ)

μελανόεσσα, μελανόεν, darkish, ὦτα Aret. SD2.13 (s.v.l.).

Greek Monolingual

μελανόεις, -εσσα, -εν (Α)
μελανωπός, μελαψός, μαυρειδερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].