μενεδήϊος

English (LSJ)

μενεδήϊον, standing one's ground against the enemy, staunch, κραδίη Il.12.247, 13.228:—Dor. μενεδάϊος AP7.208 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 132] den Feind erwartend, im Kampfe bestehend, ihm Stand haltend, Il. 13, 228 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 114.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soutient l'effort de l'ennemi.
Étymologie: μένω, δήϊος.

Greek Monolingual

μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. αδήιος)].

Greek Monotonic

μενεδήϊος: -ον, αυτός που αντιστέκεται στον εχθρό, αυτός που εμμένει, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. -δάϊος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μενεδήϊος: не отступающий перед врагом, стойкий в бою (οὐ γάρ τοι κραδίη μ. οὐδὲ μαχήμων Hom.).