μεσοκόβω

Greek Monolingual

κουράζω τη μέση κάποιου, καταπονώ, κοψομεσιάζω, ξεγοφιάζω («τή μεσόκοψε τόσο φόρτωμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + κόβω].