μεταπορθμεύω

German (Pape)

[Seite 152] zur See nach einem andern Orte bringen, Arist. praef. plant.

Russian (Dvoretsky)

μεταπορθμεύω: перевозить через море, переправлять Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπορθμεύω: μεταφέρω διὰ θαλάσσης εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος ἢ εἰς ἄλλο μέρος, Ἀριστ. π. Φυτ. ἐν τῷ προοιμ.

Greek Monolingual

μεταπορθμεύω (Α)
μεταφέρω κάτι διά θαλάσσης από έναν τόπο σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πορθμεύω «μεταφέρω διά θαλάσσης»].