μετατυπώνω

Greek Monolingual

(ΑΜ μετατυπῶ, -όω, Μ και ματατυπώνω)
νεοελλ.-μσν.
τυπώνω εκ νέου, ξανατυπώνω, ανατυπώνω
αρχ.
1. μετασχηματίζω, μεταποιώ, μεταβάλλω τον τύπο κάποιου
2. μεταβάλλω τη γραφή
3. (γενικά) τροποποιώ, μετατρέπω.