μετεωροβάμων

German (Pape)

[Seite 159] ον, in die Höhe gehend, leichtsinnig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροβάμων: ὁ ἀεροβάμων, ὁ ἔχων κοῦφον φρόνημα, Κωνστ. Μανασσ. Ἐρ. 3, 57.

Greek Monolingual

μετεωροβάμων, -ον (Μ)
αυτός που αεροβατεί, ανόητος, ελαφρόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθεροβάμων, ουρανοβάμων].