μετεωροθήρας

English (LSJ)

-ου, ὁ, one that hunts high in air, epithet of a hawk, Arist.HA620a30 (pl.): metaph., of philosophers, Ph.1.674 (pl.).

German (Pape)

[Seite 159] ὁ, in der Höhe, in der Luft jagend, von Vögeln, Arist. H. A. 9, 36.

Greek Monolingual

μετεωροθήρας και μετεωρόθηρος, ὁ (Α)
1. (για το γεράκι) αυτός που θηρεύει ψηλά στον αέρα
2. μτφ. (για φιλοσόφους) αυτός που κυνηγά υψηλές ιδέες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθοθήρας, χρυσοθήρας].