μηνάς

English (LSJ)

μηνάδος, ἡ, = μήνη (moon), E. Rh. 534 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 174] άδος, ἡ, = Folgdm, μηνάδος αἴγλα, Eur. Rhes. 534.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
la lune.
Étymologie: μήν².

Russian (Dvoretsky)

μηνάς: άδος (ᾰδ) ἡ луна: μηνάδος αἴγλα Eur. лунное сияние.

Greek (Liddell-Scott)

μηνάς: -άδος, ἡ, = μήνη, ἡ σελήνη, Εὐρ. Ρῆσ. 534.

Greek Monolingual

μηνάς, -άδος, ἡ (Α)
μήνη, σελήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. δρομάς, θαμνάς)].

Greek Monotonic

μηνάς: -άδος, ἡ, = μήνη, φεγγάρι, Σελήνη, σε Ευρ.

Middle Liddell

μηνάς, ἀδος, ἡ, = μήνη,]
the moon, Eur.